- δευτέρους
- δεύτεροςsecondmasc acc plδευτερόωdo the second timeimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
Апостолы от семидесяти — Икона «Собор семидесяти апостолов» Апостолы от семидесяти (или от 72) ученики Христа и его учеников … Википедия
JUDAEI — quae gens, dictum in voce Iudaea: sed et Christiani hoc nomine primis Annis venêrunt. Neque enim eorum quisquam erat per tempus aliquod, a Domini ascensu, qui non aut origine atque undiquaque Iudaeus, s. Hebraeus ex Hebraeis; aut e Gentibus, ut… … Hofmann J. Lexicon universale
SACERDOS Summus — in Hebraeorum Republica inter personas sacras Sacratissimus, dignatione maximus, Regisque solio proximus erat, sub quo reliquus Sacerdotum ordo: Eius electio primo iussu ac designatione Dei peracta est, in Aatone ac filio eius Eleasare, Exod. c.… … Hofmann J. Lexicon universale
αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… … Dictionary of Greek
δευτεραγωνιστής — ο (Α δευτεραγωνιστής) ο ηθοποιός που ενσαρκώνει δεύτερους ρόλους ή χαρακτήρες στη θεατρική παράσταση νεοελλ. δευτερεύον πρόσωπο, εκείνος τού οποίου η συμβολή σε κάτι δεν είναι η πρωταρχική αρχ. εκείνος που υποστηρίζει τις απόψεις ρήτορα που… … Dictionary of Greek
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
εξαεριστήρας — Συσκευή που χρησιμοποιείται είτε για να δημιουργεί τεχνητή κίνηση του αέρα ή άλλων αερίων, είτε για τη μεταφορά στερεών υλών που έχουν κονιοποιηθεί (πριονίδια, αιθάλη κλπ.). Αποτελείται από έναν κινητήρα, έναν περιστρεφόμενο μηχανισμό στερεωμένο… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek